καθίζει

καθίζει
καθίζω
aB*
pres ind mp 2nd sg
καθίζω
aB*
pres ind act 3rd sg
καθίζω
aB*
pres ind mp 2nd sg
καθίζω
aB*
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάθισις — κάθισις, ἡ (Α) [καθίζω] 1. το να καθίζει κάποιος, ο τρόπος τού καθίσματος 2. το να ζει κάποιος σε αργία, σε απραξία …   Dictionary of Greek

  • κερατάς — ο (Μ κερατᾱς) [κέρατο] άνδρας τού οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος νεοελλ. 1. (εντομ.) είδος εντόμου 2. φρ. «τού κερατά...» έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε,… …   Dictionary of Greek

  • μονοχίτων — μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.) (μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα αρχ. (για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο… …   Dictionary of Greek

  • παράμερα — επίρρ. τοπ. 1. κατά μέρος, πιο πέρα, στην μπάντα («κι επήγε με τον φίλον του, παράμερα καθίζει», Ερωτόκρ.) 2. σε απόμερο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραμερέα < παρ(α) * + μσν. μερέα / μερά «μέρος, μεριά»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κερατάς — ο ο άντρας που απατιέται από τη σύζυγό του: Όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αξαίνει (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”